αμβλυντικός

αμβλυντικός
-ή, -ό (Α ἀμβλυντικός, -ή, -όν)
αυτός που μπορεί να αμβλύνει ή να αμβλυνθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμβλύνω + παραγ. κατάλ. -τικός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αμβλυντικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που μπορεί να αμβλύνει: Το αμβλυντικό στοιχείο στην περίπτωση των σχέσεων κυβέρνησης αντιπολίτευσης ήταν ο κίνδυνος πολέμου που άρχισε πάλι να διαγράφεται …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀμβλυντικά — ἀμβλυντικός apt to dull neut nom/voc/acc pl ἀμβλυντικά̱ , ἀμβλυντικός apt to dull fem nom/voc/acc dual ἀμβλυντικά̱ , ἀμβλυντικός apt to dull fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμβλυντικόν — ἀμβλυντικός apt to dull masc acc sg ἀμβλυντικός apt to dull neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμβλυντικοῖς — ἀμβλυντικός apt to dull masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμβλυντικοί — ἀμβλυντικός apt to dull masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμβλυντικήν — ἀμβλυντικός apt to dull fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμβλύνω — (Α ἀμβλύνω) Ι. ενεργ. 1. κάνω κάτι αμβλύ, στομώνω την κόψη ή την αιχμή του 2. ελαττώνω την οξύτητα, μετριάζω, εξασθενίζω ΙΙ παθ. 1. γίνομαι αμβλύς, χάνω την οξύτητα μου 2. εξασθενώ, μετριάζομαι αρχ. Ι ενεργ. (για το κρασί) ελαττώνω τη δύναμή του …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”